Αλλεργικές παθήσεις του αναπνευστικού – Διάγνωση

Οι αλλεργικές παθήσεις του αναπνευστικού περιλαμβάνουν την αλλεργική ρινίτιδα/επιπεφυκίτιδα και το βρογχικό άσθμα. Αποτελούν ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα υγείας σε όλο τον κόσμο, αφού ένα στα τέσσερα άτομα υποφέρουν από κάποιο τύπο αναπνευστικής αλλεργίας.

Για να τα πάρουμε από την αρχή όμως τα πράγματα θα πρέπει να δούμε τι σημαίνει  αλλεργία. H λέξη δημιουργήθηκε από τον Αυστριακό γιατρό Κλέμενς Φον Πιρκέτ το 1906 από τις αρχαιοελληνικές λλος και ργον. Όπως φανερώνει και η ετυμολογία της, η λέξη σημαίνει την ασυνήθιστη, υπερβολική και μη-αναμενόμενη αντίδραση του οργανισμού έναντι μιας ξένης  προς τον οργανισμό,  ουσίας,  που λέγεται αλλεργιογόνο και η οποία συνήθως είναι αβλαβής όπως π.χ. οι γύρεις.

Στους περισσότερους ανθρώπους η επαφή με το αλλεργιογόνο είναι ασυμπτωματική. Μπορεί δηλαδή να φάει οτιδήποτε, να πάρει κάποιο φάρμακο, να κάνει βόλτα στην εξοχή, χωρίς να εμφανίσει κάποιο πρόβλημα. Ένα άτομο όμως που είναι ευαισθητοποιημένο έναντι του συγκεκριμένου αλλεργιογόνου, όταν έρθει σε επαφή με αυτό είτε μέσω αναπνοής, είτε μέσω τροφής είτε ως φάρμακο θα εκδηλώσει μια σειρά συμπτωμάτων. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να ποικίλλουν από αυτά της αλλεργικής ρινίτιδας με ή χωρίς συνοδό επιπεφυκίτιδα, μέχρι απειλητικές για τη ζωή αλλεργικές αντιδράσεις όπως π.χ. μετά από νυγμό μέλισσας ή σφήκας.

Πώς όμως γίνεται κάποιος αλλεργικός; Σήμερα είναι γνωστό ότι η οικογενειακή (γενετική) προδιάθεση σε συνδυασμό με το περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση των αλλεργικών παθήσεων.

Προηγείται πάντα μια περίοδος ευαισθητοποίησης του ασθενούς η οποία μπορεί να είναι από ένα έως αρκετά χρόνια. Κατά την περίοδο αυτή, ο ασθενής έρχεται σε επαφή με το αλλεργιογόνο, το οποίο μπορεί να είναι γύρη, ακάρεα οικιακής σκόνης, τρίχωμα σκύλου ή γάτας κ.λ.π. χωρίς να εμφανίζει συμπτώματα.

Κάποια στιγμή όμως, η οποία δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων πότε θα είναι, ο οργανισμός αναπτύσσει αντισώματα (ειδικές IgE ανοσοσφαιρίνες) τα οποία βρίσκονται πάνω σε κύτταρα τα λεγόμενα μαστοκύτταρα σε όλους τους βλεννογόνους π.χ. της μύτης, των οφθαλμών, των βρόγχων και στο δέρμα. Τα αντισώματα αυτά μόλις έρθουν σε επαφή με το αλλεργιογόνο, όπως η γύρη, το οποίο π.χ. στην μύτη έρχεται μέσω του αέρα που αναπνέουμε, αντιδρούν εναντίον του, αντιμετωπίζοντάς το ως εχθρό σε μια προσπάθεια να το αποβάλλουν από τον οργανισμό. Από την αλλεργική αυτή αντίδραση προκαλείται η αλλεργική φλεγμονή που ανάλογα με την εντόπιση εκδηλώνεται με συμπτώματα ρινίτιδας ή άσθματος ή με κνιδωτικά εξανθήματα στο δέρμα.

Οι αλλεργικές παθήσεις στη σύγχρονη εποχή εμφανίζουν μεγάλη αύξηση. Πρόσφατα επιδημιολογικά στοιχεία αναφέρουν ότι το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από κάποιο είδος αλλεργίας και ότι οι αλλεργίες γενικά ευθύνονται άμεσα ή έμμεσα για το θάνατο 180.000 ανθρώπων κάθε χρόνο, παγκοσμίως!

Σημαντική αύξηση  στη συχνότητα των αλλεργικών παθήσεων παρατηρείται τα τελευταία εξήντα χρόνια, κυρίως στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Τα κρούσματα αλλεργικών αντιδράσεων αυξήθηκαν κατά 50% τα τελευταία 30 χρόνια. Πιθανότατα αυτό να οφείλεται στη ρύπανση του αέρα, στο κάπνισμα, στο είδος της διατροφής, στην συχνή και υπερβολική χρήση αντιβιοτικών και γενικότερα στο σύγχρονο τρόπο διαβίωσης και το έντονο άγχος που τον συνοδεύει. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις στατιστικές, ένας στους τρεις Έλληνες θα αναπτύξει κάποιου είδους αλλεργία κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Η αλλεργική ρινίτιδα εκδηλώνεται συνήθως με έντονο κνησμό στη μύτη, συνεχής  υδαρή καταρροή για την οποία απαιτείται μεγάλος αριθμός χαρτομάντιλων καθημερινά, πολύ συχνά και έντονα φταρνίσματα και μεγάλη ρινική συμφόρηση με επακόλουθο καρηβαρία [πονοκέφαλος, “βαρύ” κεφάλι], με μειωμένη όσφρηση και γεύση. Υπάρχει ακόμα έντονος κνησμός στην υπερώα, το φάρυγγα και στο λάρυγγα, που μπορεί να προκαλεί βήχα ο οποίος είναι συνήθως ξηρός και αρκετά ενοχλητικός.

Αυτή η κατάσταση μπορεί να ξεκινήσει με την έναρξη της Άνοιξης και να διαρκέσει από τρεις έως και έξι μήνες. Πολύ συχνά συνοδεύεται από συμπτώματα επιπεφυκίτιδας με έντονο κνησμό οφθαλμών, δακρύρροια, ερυθρότητα των επιπεφυκότων και φωτοφοβία. Φτάνει στην κορύφωσή της συνήθως το διάστημα από μέσα Απριλίου μέχρι μέσα με τέλη Ιουνίου. Για τους περισσότερους πάσχοντες, είναι υπεύθυνη για την κακή ποιότητα ζωής των ασθενών οι οποίοι περιορίζουν τις εξόδους ή τις εκδρομές τους. Η κακή ποιότητα ύπνου έχει ως αποτέλεσμα την μειωμένη απόδοση κατά τη διάρκεια της ημέρας με τις αντίστοιχες επιπτώσεις στο χώρο εργασίας ή στο σχολείο.

Πολύ συχνά η αλλεργική ρινίτιδα/ρινοεπιπεφυκίτιδα είναι υπεύθυνη για την εκδήλωση μιας σειράς άλλων επιπλοκών. Αυτές είναι η παραρρινοκολπίτιδα, η μέση ωτίτιδα, η άπνοια κατά τον ύπνο, η επιδείνωση και αύξηση των αναπνευστικών λοιμώξεων και βέβαια η πιθανή εκδήλωση αλλεργικού βρογχικού άσθματος ή η επιδείνωση του ήδη υπάρχοντος. Οι συνήθεις ένοχοι είναι οι γύρεις των φυτών αλλά και οι μύκητες της ατμόσφαιρας που, ενώ υπάρχουν όλο το χρόνο, παρουσιάζουν εποχική έξαρση την Άνοιξη και το Φθινόπωρο.

Εκτός από την εποχική αλλεργική ρινίτιδα/ρινοεπιπεφυκίτιδα, που εκδηλώνεται Άνοιξη και σπανιότερα και Φθινόπωρο, υπάρχει και η χρόνια αλλεργική ρινίτιδα με συμπτώματα που εμφανίζονται σχεδόν καθημερινά κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου και προεξάρχον σύμπτωμα τη μόνιμη ρινική συμφόρηση [“μπούκωμα”].Αίτια της χρόνιας αλλεργικής ρινίτιδας είναι συνήθως τα ακάρεα της οικιακής σκόνης και οι μύκητες.

Η αλλεργική ρινίτιδα μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία αν και πιο συχνά εκδηλώνεται στην εφηβεία και στην νεαρή ενήλικο ζωή. Χωρίς να αποκλειστεί, είναι αρκετά σπάνιο να εκδηλωθεί αλλεργική ρινίτιδα πριν την ηλικία των πέντε και μετά την ηλικία των 70 ετών. Όσο πιο μεγάλη είναι η ηλικία εκδήλωσης αλλεργικής ρινίτιδας, τόσο πιο αυξημένος είναι και ο κίνδυνος εκδήλωσης βρογχικού άσθματος. Στις μικρές ηλικίες, η αλλεργική ρινίτιδα εκδηλώνεται πιο συχνά στα αγόρια και εξισώνεται μεταξύ των δύο φύλλων στην εφηβεία. Το παιδί που έχει ένα ή και τους δύο γονείς αλλεργικούς εμφανίζει πιθανότητα ως και 75% περισσότερο να εκδηλώσει και αυτό κάποια αλλεργική πάθηση του αναπνευστικού.

Η αλλεργική ρινίτιδα είναι πιο συχνή σε αστικές παρά σε αγροτικές περιοχές, σε οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά και σε κοινωνικά στρώματα με υψηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο διαβίωσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το 1819 ο Άγγλος ιατρός John Bostock που πρώτος περιέγραψε τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας [hay fever] αποδίδοντάς τα στις γύρεις , περιέγραψε την πάθηση ως “νόσο των πλουσίων”.

Τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται να σχετίζονται με τη θεωρία της Υγιεινής σύμφωνα με την οποία το αστικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από την ρύπανση της ατμόσφαιρας από καυσαέρια αυτοκινήτων, το “αποστειρωμένο” και  απομονωμένο από τη φύση περιβάλλον εντός του σπιτιού, την υπερκατανάλωση φαρμάκων κατά των λοιμώξεων και τους ολοένα και πιο αυξανόμενους εμβολιασμούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προστατεύεται μεν ο οργανισμός από μικροβιακές λοιμώξεις, από την άλλη όμως αυξάνεται η συχνότητα εκδήλωσης αλλεργικών παθήσεων.

Την τελευταία δεκαετία, η συχνότητα τόσο της εποχικής όσο και της χρόνιας ρινίτιδας παρουσιάζει μεγάλη έξαρση. Βάσει επιδημιολογικών μελετών φαίνεται να έχει τετραπλασιαστεί!

Μια από τις πλέον σοβαρές επιπλοκές της αλλεργικής ρινίτιδας είναι η εκδήλωση βρογχικού άσθματος. Οι πάσχοντες από αλλεργική ρινίτιδα, εμφανίζουν 30-85% πιθανότητα να εκδηλώσουν την ίδια περίοδο και συμπτώματα βρογχικού άσθματος. Συνήθως η εκδήλωση βρογχικού άσθματος γίνεται  μέσα σε πέντε ως οκτώ χρόνια από την έναρξη του προβλήματος.

Το βρογχικό άσθμα είναι χρόνια νόσος των πνευμόνων. Χαρακτηρίζεται από  μόνιμη φλεγμονή των αεραγωγών που με τη σειρά της προκαλεί υπεραντιδραστικότητα των βρόγχων και στένωση των αεραγωγών. Η υπεραντιδραστικότητα αυτή εκδηλώνεται με βήχα, ο οποίος είναι συνήθως ξηρός και εμφανίζεται νωρίς το πρωί και αργά το βράδυ και η στένωση των αεραγωγών με αίσθημα βάρους ή πίεσης στο στήθος, δυσκολία στην αναπνοή και συριγμό στην εκπνοή (“βράσιμο”, ή “γατάκια”).  Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οφείλεται σε αλλεργία σε κάποιον εξωτερικό παράγοντα, το αλλεργιογόνο. Όπως και στην περίπτωση της αλλεργικής ρινίτιδας, το αλλεργιογόνο μπορεί να είναι γύρη, ακάρεα οικιακής σκόνης, μύκητες της ατμόσφαιρας και επιθήλια ζώων όπως σκύλος, γάτα και, σπανιότερα ινδικό χοιρίδιο, άλογο κ.λπ. και χαρακτηρίζεται τότε ως αλλεργικό βρογχικό άσθμα.

Τα συμπτώματα του άσθματος επιδεινώνονται

  • με την επίδραση κάποιου ή κάποιων αλλεργιογόνων κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης εποχής μέσα στο χρόνο,
  • με την επίδραση των ιογενών λοιμώξεων , κυρίως τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες,
  • με την επίδραση παρόντων όπως ο καπνός του τσιγάρου, οι έντονες οσμές (π.χ. απορρυπαντικά), η υγρασία, οι μεταβολές της θερμοκρασίας στον περιβάλλοντα χώρο (από ζεστό σε κρύο ή αντίστροφα), το έντονο γέλιο ή η σωματική άσκηση (ιδίως στα παιδιά ή σε νεαρά άτομα) κ.ά. ,
  • είτε αυτόματα, χωρίς προφανή λόγο.

Τα συχνότερα συμπτώματα είναι ξηρός βήχας, δυσφορία και αίσθημα βάρους στο στήθος, δύσπνοια με συριγμό κατά την εκπνοή με “βράσιμο” στο στήθος. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι σχετικά ήπια και να εκδηλώνονται περιστασιακά π.χ. ανά 3-4 ημέρες ή κατά την άσκηση ιδίως σε ανοικτούς χώρους. Μπορεί όμως να είναι πολύ πιο έντονα, σε καθημερινή βάση, με νυκτερινές αφυπνίσεις λόγω δύσπνοιας ή βήχα και με έντονο πρόβλημα στην αναπνοή. Στην δεύτερη περίπτωση, εκτός από την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής του, ο ασθενής μπορεί να έχει δυσκολία ακόμα και στο να εκτελέσει τις καθημερινές του ασχολίες, οπότε και χρειάζεται άμεσα αντιμετώπιση.

Όταν η στένωση των αεραγωγών είναι έντονη, συνήθως επί ιογενών λοιμώξεων ή κατά την αιχμή μιας αλλεργικής περιόδου, μπορεί τα συμπτώματα να είναι έντονα , οπότε γίνεται λόγος για ασθματική κρίση. Στα μικρότερα παιδιά μπορεί να εκδηλώνεται με  ευερεθιστότητα, κλάμα, περιορισμό στη λήψη τροφής, γρήγορη αναπνοή (ταχύπνοια), αφύπνιση στη διάρκεια της νύχτας ή νωρίς το πρωί με συμπτώματα άσθματος. Είναι συνήθης η εικόνα , όπου η κρίση ξεκινά με ήπια ρινίτιδα («μπούκωμα» στη μύτη και καταρροή) για να «κατέβει» στις επόμενες μέρες και να ξεκινήσει μια ασθματική κρίση. Συνηθέστερο αίτιο αυτών των λοιμώξεων είναι μια συνήθης ομάδα ιών, οι ρινοιοί.

Επί κρίσης στα μεγαλύτερα παιδιά και στους ενήλικες τα συμπτώματα του άσθματος γίνονται εντονότερα. Αυτό σημαίνει ότι ο ασθενής μπορεί να ξυπνά το βραδύ ή νωρίς το πρωί, να κουράζεται εύκολα, να αναπνέει γρήγορα, τα φάρμακα που λάμβανε να έχουν παροδικό ή μικρότερο αποτέλεσμα. Σε μέτριες ως σοβαρές κρίσεις ο ασθενής μπορεί να μην μπορεί να ξαπλώσει λόγω δύσπνοιας, να κουράζεται κατά την ομιλία , να έχει ταχύπνοια, να κάνει εργώδη προσπάθεια να αναπνεύσει με χρήση βοηθητικών μυών (εισολκές στο θώρακα), να είναι σε διέγερση ή σε λήθαργο. Στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται άμεση ιατρική εκτίμηση και παρέμβαση.

Το ποσοστό εκδήλωσης βρογχικού άσθματος στην παιδική ηλικία κυμαίνεται από 8-15% και είναι πιο συχνό στα αγόρια. Βάσει των στατιστικών το 35-50% των παιδιών στην εφηβεία σταματούν να έχουν πρόβλημα. Τα μισά από αυτά όμως, θα εκδηλώσουν ξανά συμπτώματα άσθματος στην ηλικία μεταξύ 25-35 ετών.

Η διάγνωση των αλλεργικών παθήσεων του αναπνευστικού στηρίζεται στη λήψη πλήρους και λεπτομερέστατου ιστορικού όσον αφορά στην κατανομή, τη διάρκεια και το  είδος των συμπτωμάτων, στην πλήρη κλινική εξέταση και στη διενέργεια σπιρομέτρησης και ρινοσκόπησης. 

Η σπιρομέτρηση  είναι μια απλή και χρήσιμη εξέταση των πνευμόνων για τον  έλεγχο της αναπνευστικής λειτουργίας. Χρησιμοποιείται τόσο για τη διάγνωση πιθανού βρογχικού άσθματος, όσο και την εκτίμηση της κατάστασης του ασθματικού ασθενή και της ανταπόκρισής του στη θεραπευτική αγωγή.

Για την ανεύρεση του αλλεργιογόνου που ευθύνεται και για τη σωστή αντιμετώπισή του του και αποφυγή του, απαιτείται η διενέργεια δερματικών δοκιμασιών δια νυγμού (skin prick tests) από τον Αλλεργιολόγο, με εκχυλίσματα που περιέχουν τα υπεύθυνα αλλεργιογόνα και γίνεται στο χώρο του ιατρείου. Οι δερματικές δοκιμασίες δια νυγμού οι οποίες γίνονται με αεροαλλεργιογόνα (αλλά και με τροφικά αλλεργιογόνα στην περίπτωση της τροφικής αλλεργίας), είναι απολύτως ασφαλείς, ανώδυνες, γρήγορες και ακριβείς στη διάγνωση. Διαρκούν 20-30 λεπτά με άμεσα αποτελέσματα, ώστε ο ασθενής να γνωρίζει σε ποια αεροαλλεργιογόνα παρουσιάζει ευαισθησία.

Ο εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει μέτρηση ολικής IgE ανοσοσφαιρίνης, αύξηση της οποίας υποδεικνύει αλλεργική προδιάθεση και ειδικές εξετάσεις αίματος (RAST) για την ανίχνευση ειδικών IgE ανοσοσφαιρινών έναντι αλλεργιογόνων. Η διάγνωση κάποιες φορές απαιτεί την διενέργεια ειδικών δοκιμασιών ρινικής ή βρογχικής πρόκλησης με μεταχολίνη ή με αλλεργιογόνο καθώς και μέτρηση και άλλων παραμέτρων όπως το εκπνεόμενο ΝΟ (μονοξείδιο του αζώτου) που μπορεί να χρησιμεύσει ως δείκτης βαρύτητας και ανταπόκρισης στη θεραπεία.