Η ανοσοθεραπεία ή θεραπεία απευαισθητοποιήσεως (αλλεργικά εμβόλια) αποτελεί μορφή «θεραπείας» για περιπτώσεις αλλεργικής ρινίτιδας, αλλεργικού βρογχικού άσθματος και αλλεργίας στο δηλητήριο των Υμενοπτέρων (σφηκών και μελισσών). Η θεραπεία αυτή διενεργείται σε επιλεγμένους ασθενείς και όχι σε κάθε ασθενή με θετικές δερματικές δοκιμασίες (αλλεργικά tests). Προτιμώνται ασθενείς με ελάχιστες ευαισθησίες ή μονοευαισθησίες (ευαισθησία σε ένα μόνον αλλεργιογόνο). Όσο περισσότερα είναι τα θετικά αλλεργιογόνα τόσο περιορίζεται η αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας.
Με την ανοσοθεραπεία επιχειρείται η μόνιμη αποκατάσταση του προβλήματος (ρινίτιδας και/ή άσθματος, αναφυλαξίας).
Η διάρκεια της θεραπείας είναι 3 έως 5 έτη και η χορήγηση των αλλεργιογόνων εκχυλισμάτων γίνεται είτε υποδορίως (στον βραχίονα με μικρές ενέσεις), είτε με τη μορφή υπογλωσσίων σταγόνων. Η ανοσοθεραπεία διενεργείται με εκχυλίσματα γύρεων, ακάρεων οικιακής σκόνης, αλλεργιογόνων γάτας και σκύλου και εκχυλίσματα ορισμένων μυκήτων.
Κλασική ‘ενέσιμη’ ανοσοθεραπεία
Στην περίπτωση της κλασικής «ενέσιμης» ανοσοθεραπείας, η θεραπεία διακρίνεται σε δύο φάσεις:
- Την αρχική φάση, στην οποία τα εμβόλια (ένα ή δύο) γίνονται κάθε εβδομάδα για 1,5-3 μήνες. Σε κάθε επίσκεψη, αυξάνονται σταδιακά οι χορηγούμενες δόσεις, μεχρι να φτάσυμε στην τελική δόση, που ειναι και η μεγαλύτερη,
- Στη θεραπεία συντηρήσεως, κατά την οποία τα εμβόλια γίνονται κάθε 4 εβδομάδες με κατά το δυνατόν σταθερές δόσεις.
Η θεραπεία γίνεται καθ΄όλη τη διάρκεια του έτους και απαιτεί σχολαστική συμμόρφωση του ασθενούς με τα προγραμματισμένα ραντεβού (για λόγους ασφαλείας του ασθενούς). Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ελάχιστες και κατά κύριο λόγο τοπικές. Ο χρόνος αναμονής μεταξύ των εμβολίων είναι 15 λεπτά και ο χρόνος αναμονής μετά το δεύτερο εμβόλιο είναι 40 λεπτά. Κάθε φορά, πριν την χοήγηση της ένεσης προηγείται υποχρεωτικά η κλινική εξέταση του ασθενούς.
Η ενέσιμη ανοσοθεραπεία θεωρείται ότι υπερτερεί σε σχέση με την υπογλώσσια, γιατί έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
Υπογλώσσια ανοσοθεραπεία
Η υπογλώσσια ανοσοθεραπεία έχει το πλεονέκτημα ότι απαιτεί περιστασιακή μόνον παρακολούθηση (κάθε 2-3 μήνες) από τον Αλλεργιολόγο, επειδή η ανοσοθεραπεία γίνεται από τον ίδιο τον ασθενή στο σπίτι του βάσει συγκεκριμένου προγράμματος. Και στη θεραπεία αυτή υφίσταται «αρχική φάση» και «φάση συντηρήσεως». Στην περίπτωση της αλλεργίας στις γύρεις η δόση της ανοσοθεραπείας μειώνεται κατά την ανθοφορία των αλλεργιογόνων φυτών. Για τα υπόλοιπα αλλεργιογόνα (κατοικίδια ζώα, ακάρεα) η δόση είναι σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Στην υπογλώσσια ανοσοθεραπεία οι ανεπιθύμητες παρενέργειες είναι ελάχιστες και κατά κύριο λόγο τοπικές (περιοχή στόματος/ γλώσσας ή ήπιο άλγος στο στομάχι) που προλαμβάνονται και αντιμετωπίζονται, βάσει οδηγιών, πολύ εύκολα.
Η υπογλώσσια ανοσοθεραπεία υπερτερεί της ενέσιμης στο ότι είναι πιο ασφαλής και ο ασθενής την λαμβάνει μόνος του.